Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της διεθνούς κοινότητας, η καθυστέρηση στην υποβολή των επικαιροποιημένων Εθνικά Καθορισμένων Συνεισφορών (NDCs) για το 2035 αποτελεί μια ανησυχητική ένδειξη αδράνειας στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Carbon Brief, το 95% των χωρών-μελών της Συμφωνίας του Παρισιού δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στην προθεσμία της 10ης Φεβρουαρίου για την υποβολή των νέων κλιματικών τους δεσμεύσεων.
Μόλις 10 από τις 195 χώρες που έχουν υπογράψει τη Συμφωνία του Παρισιού, το βασικό νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, υπέβαλαν τις επικαιροποιημένες NDCs τους, γνωστές και ως «Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές», πριν από την προαναφερθείσα προθεσμία. Αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των χωρών, υπεύθυνες για το 83% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και σχεδόν το 80% της παγκόσμιας οικονομίας, δεν τήρησε τις δεσμεύσεις της.
Η COP30, που θα πραγματοποιηθεί τον Νοέμβριο του 2024 στη Βραζιλία, αναμένεται να αποτελέσει ένα κρίσιμο σημείο για την εντατικοποίηση των παγκόσμιων προσπαθειών για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Ο επικεφαλής του κλιματικού τμήματος του ΟΗΕ, Σάιμον Στίελ, σε ομιλία του στις 6 Φεβρουαρίου, δήλωσε ότι «η συντριπτική πλειονότητα των χωρών έχει δηλώσει ότι θα υποβάλει νέα σχέδια φέτος» και ότι «η λήψη λίγου επιπλέον χρόνου για να διασφαλιστεί ότι τα σχέδια είναι πρώτης τάξεως είναι λογική». Ωστόσο, τόνισε επίσης ότι οι χώρες πρέπει να υποβάλουν τα σχέδιά τους «το αργότερο έως τον Σεπτέμβριο» για να συμπεριληφθούν στην επόμενη παγκόσμια αξιολόγηση της δράσης για το κλίμα πριν από την COP30.
Η Συμφωνία του Παρισιού, που υπεγράφη το 2015, αποτελεί μια ιστορική συμφωνία που στοχεύει στον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη μέσω της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Οι χώρες που την έχουν υπογράψει δεσμεύτηκαν να υποβάλλουν επικαιροποιημένες NDCs ανά πενταετία, οι οποίες περιγράφουν τις στοχευμένες δράσεις τους για την επίτευξη των στόχων αυτών.
Η μη έγκαιρη υποβολή των NDCs υπογραμμίζει την ανάγκη για επείγουσα κινητοποίηση και εντατικοποίηση της διεθνούς συνεργασίας, καθώς η κλιματική κρίση εξελίσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από τις προβλέψεις. Η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, βασισμένη σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και βιώσιμες πρακτικές, είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Ωστόσο, η έκθεση του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή πέρυσι έδειξε ότι οι τρέχουσες δεσμεύσεις θα οδηγήσουν σε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,5°C έως το τέλος του αιώνα.
Αυτό θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις για τον πλανήτη, όπως πιο συχνοί και έντονες καύσωνες, ξηρασίες, πλημμύρες και άνοδος της στάθμης της θάλασσας.
Οι επιστήμονες έχουν προειδοποιήσει ότι η υπέρβαση του 1,5°C θα μπορούσε να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες αλλαγές στο κλιματικό σύστημα της Γης.
Ως εκ τούτου, είναι ζωτικής σημασίας οι χώρες να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και να προσαρμοστούν στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η καθυστέρηση στην ανάληψη δράσης θα έχει σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, ιδίως για τις πιο ευάλωτες χώρες και κοινότητες.Είναι απαραίτητο να υπάρξει μια ισχυρή πολιτική βούληση και διεθνής συνεργασία για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και την οικοδόμηση ενός βιώσιμου μέλλοντος για όλους.