Η αποτίμηση της αντιπυρικής περιόδου 2024 διδάσκει μόνο αν είμαστε διατεθειμένοι να δούμε και να ακούσουμε.
Παρότι η λήξη της αντιπυρικής περιόδου τοποθετείται επίσημα στις 31 Οκτωβρίου, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια παράταση αυτής που από μόνη της λέει πολλά. Σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα που έχουμε στα χέρια μας έως και τις 31 Οκτωβρίου, στη χώρα μας καταγράφονται συνολικά περίπου 500.000 στρ. καμένες εκτάσεις (υπολογίζοντας και τις πυρκαγιές κάτω των 300 στρ.).
Παρά τα όσα υποστηρίζονται, τα στοιχεία που αφορούν στα περιστατικά και την καμένη έκταση της φετινής αντιπυρικής περιόδου δεν διαφέρουν από τον μέσο όρο των προηγούμενων ετών σε βάθος 20ετίας. Και μπορεί η καταμέτρηση μόνο υψηλών δασών να δημιουργεί ένα καλό επικοινωνιακό αφήγημα κάνοντας τις καμένες δασικές εκτάσεις να φαίνονται λιγότερες, ωστόσο αυτή η εικόνα απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια
Η πυρκαγιά στη Βορειοανατολική Αττική έπληξε 109.710 στρέμματα, εκ των οποίων τα 90.500 (82,4%) ήταν δασική έκταση και όχι μόλις τα 10.000 στρέμματα που ακούμε να επαναλαμβάνεται διαρκώς. Σε μόλις 40 ώρες κάηκαν ώριμα δάση που είχαν απομείνει κυρίως στις βόρειες παρυφές του Πεντελικού και τον Μαραθώνα και αυτά ακριβώς αφορούν τα 10.000 στρέμματα στα οποία αναφέρεται συχνά η κυβέρνηση. Εκτός από αυτά, όμως, κάηκαν ξανά πολύτιμες περιοχές με θάμνους, χαμηλή βλάστηση, επίμονη φυσική αναγέννηση και αναδασωτικές προσπάθειες προηγούμενων ετών που, κατά την κυβέρνηση, δεν αποτελούν δάσος και δεν αξίζει να προσμετρηθούν στις δασικές απώλειες. Στην πραγματικότητα όμως, αυτές οι εκτάσεις αποτελούν τις πιο σημαντικές από τις δασικές εκτάσεις που κάηκαν και φέτος. Αντανακλούν αφενός τις προσπάθειες της φύσης να αναγεννήσει το δάσος, και αφετέρου τις προσπάθειες του ανθρώπου, με τεράστιο οικονομικό και διαχειριστικό κόστος, να τη βοηθήσει με τεχνητές αναδασώσεις, όπου χρειάζεται. Όταν αυτές οι περιοχές πλήττονται από αλλεπάλληλες πυρκαγιές χάνουν σταδιακά τη δυνατότητα τους να φιλοξενήσουν οποιαδήποτε δασική βλάστηση και καταλήγουν πετρότοποι, όπως έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια σε πάρα πολλές περιοχές της Αττικής και της χώρας γενικότερα.
Και ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο: Αναλύοντας τα δεδομένα, είναι ξεκάθαρο ότι η πορεία της πυρκαγιάς στη Βορειοανατολική Αττική ήταν παρόμοια με αυτή του 2009. Πολύ πιθανόν να είχε αντιμετωπιστεί πιο αποτελεσματικά αν είχε μελετηθεί δημόσια και με επιστημονικό τρόπο η συμπεριφορά της και αποτελούσε μια αφορμή εκπαίδευσης και προσαρμογής για όσους εμπλέκονται στην πυρόσβεση και τη βελτίωση των στρατηγικών κατάσβεσης. Όταν μία περιοχή που διαθέτει τις περισσότερες δυνάμεις πυρόσβεσης στη χώρα, καίγεται τόσες φορές μέσα σε λίγα χρόνια κάτι πάει ξεκάθαρα λάθος και σίγουρα δεν αξιοποιήθηκαν χρήσιμα διδάγματα από το παρελθόν.
Είναι αλήθεια, και πρέπει να επισημανθεί, ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποια βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση που λειτουργούν ενισχυτικά τόσο στην πρόληψη, όσο και στην καταστολή, σηματοδοτώντας μια καλή αρχή. Χωρίς να αγνοεί κανείς τις θετικές αυτές ενέργειες (π.χ. η συνεργασία δασικής υπηρεσίας και πυροσβεστικού σώματος, τα έργα δασικής διαχείρισης, ο κανονισμός πυροπροστασίας και η κινητοποίηση μέσω του ΑΙΓΙΣ για προμήθεια νέου εξοπλισμού), τα προβλήματα στρατηγικής και συνολικού σχεδιασμού παραμένουν ίδια για πολλά χρόνια. Ένα σύστημα δασοπυροπροστασίας σε μια χώρα με βαρύ ιστορικό δασικών πυρκαγιών, είναι καταδικασμένο να βελτιώνεται. Για να γίνει αυτό, πρέπει να μελετηθεί η συμπεριφορά και ο τρόπος αντιμετώπισης των πυρκαγιών στη χώρα μας κατά το παρελθόν και να υπολογιστούν όλοι αυτοί οι παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά την ένταση και άρα, τον τρόπο διαχείρισης μιας πυρκαγιάς (π.χ. κλιματική αλλαγή, εγκατάλειψη υπαίθρου, απουσία σχεδιασμού σε τοπικό επίπεδο). Την ίδια στιγμή, η μόνιμη αναφορά στην κλιματική αλλαγή και το πώς επηρεάζει την ένταση των δασικών πυρκαγιών καταλήγει να είναι ένα βολικό επιχείρημα, παρά το γεγονός ότι είναι ένα φαινόμενο γνωστό επιστημονικά εδώ και πολλά χρόνια. Το μεγάλο θέμα είναι λοιπόν, τι γίνεται για την προσαρμογή δασών και κοινωνίας σε αυτή την πραγματικότητα. Η συνεχής απουσία αυτοκριτικής και σχεδιασμού οδηγούν αναπόφευκτα στο εύκολο αφήγημα “έγινε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να γίνει” και κατ’ επέκταση, σε ένα κακό μοτίβο που επαναλαμβάνεται και θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται.
Απλά να “βγει η αντιπυρική”
Κάθε χρόνο, το κύριο μέλημα είναι πώς θα «βγει» η αντιπυρική περίοδος, δίχως να αγγίζονται σε βάθος κρίσιμα θέματα πρόληψης, εκπαίδευσης και αποτελεσματικού συντονισμού. Το κράτος δεν θέτει ουσιαστικούς εθνικούς στόχους, όπως η διάθεση τουλάχιστον του 40% των διαθέσιμων πόρων σε δράσεις πρόληψης με αυστηρούς όρους διαφάνειας και λογοδοσίας, αλλά και επιστημονική τεκμηρίωση. Απουσιάζει επίσης, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή πρόληψης σε τοπικό επίπεδο (δηλαδή σε επίπεδο ΟΤΑ Α’ βαθμού), ειδικά στις ζώνες μίξης οικισμών-δασών που είναι από τις πιο ευάλωτες. Η έλλειψη τοπικών σχεδίων δυσχεραίνει την τεκμηρίωση των αναγκών και των προτεραιοτήτων πρόληψης, επομένως, οι πόροι που προορίζονται για αυτήν δεν αξιοποιούνται σωστά και τα αποτελέσματα δεν είναι τα αναμενόμενα.
Η λέξη σχεδιασμός, προκαλεί διαχρονικά αρνητικά αντανακλαστικά συνολικά στους διοικούντες αυτής της χώρας, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων. Όμως ο ενιαίος, σωστός και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός δασοπυροπροστασίας σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, είναι αυτή την στιγμή το βασικό έλλειμμα και ταυτόχρονα, η βασική λύση στο πρόβλημα. Το αμέσως επόμενο αφορά στην εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα, από την εκπαίδευση του απλού πολίτη στα θέματα που αφορούν την πρόληψη, μέχρι αυτή των εθελοντών και επαγγελματιών πυροσβεστών στη διαχείριση δασικών πυρκαγιών.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι μόνο διαχρονικές διαπιστώσεις ειδικών και φορέων στην Ελλάδα, (συμπεριλαμβανομένου φυσικά, και του WWF Ελλάς), αλλά περιλαμβάνονται και στα πορίσματα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) που παραδόθηκαν στην ελληνική Κυβέρνηση τον Ιούνιο και τον Μάιο, αντίστοιχα.
Πώς θα πάμε μπροστά και πώς θα μειωθούν τα περιστατικά όταν δεν υπάρχει γνώση για τα ακριβή αίτια πολλών εξ αυτών των πυρκαγιών; Πώς θα μπορέσουμε ως χώρα να διαχειριστούμε πιο αποτελεσματικά τις δασικές πυρκαγιές όταν δεν μελετώνται όλα τα χρήσιμα στοιχεία που προκύπτουν από παλιότερα περιστατικά; Η πυρκαγιά διδάσκει, μόνο αν μελετηθεί σωστά και αυτή είναι η μία και μοναδική λύση για να βελτιωθεί το σύστημα δασοπυροποστασίας στη χώρα μας, προστατεύοντας τα δάση μας, αλλά τους ανθρώπους.
*Η κυβέρνηση ανακοίνωσε στις 23/10 ότι τα περιστατικά πυρκαγιάς για το 2024 ήταν 9.101. Ο μέσος όρος της τελευταίας εικοσαετίας για την ίδια περίοδο (1/1-22/10) είναι 8.703 περιστατικά/έτος και αντίστοιχος της τελευταίας εικοσαετίας για ολόκληρο το ημερολογιακό έτος είναι κατά μέσο όρο 9.734.
Πηγή: WWF