Με «πυξίδα» χάρτες κινδύνου που δεν έχουν επικαιροποιηθεί από το… 1980 συνεχίζει η Ελλάδα να σχεδιάζει και να υλοποιεί δράσεις πρόληψης και καταπολέμησης των δασικών πυρκαγιών, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση-καμπανάκι του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), που δημοσιοποιήθηκε την Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025. Παρά τις σαρωτικές πυρκαγιές των τελευταίων ετών και την αυξανόμενη πίεση της κλιματικής κρίσης, η χώρα εξακολουθεί να βασίζεται σε ξεπερασμένα εργαλεία για τον εντοπισμό των πλέον ευάλωτων περιοχών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στοχευμένη και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Σύμφωνα με την έκθεση, το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει τις περιοχές υψηλού κινδύνου για δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα είναι το προεδρικό διάταγμα 575/1980. Μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2024, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν προχωρήσει στην επικαιροποίηση του, με αποτέλεσμα σημαντικά έργα να σχεδιάζονται βάσει παρωχημένων εκτιμήσεων. Η αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού αυτών των δεδομένων θεωρείται κρίσιμη, όχι μόνο για την πρόληψη, αλλά και για την ορθή κατεύθυνση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων.
Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου αναδεικνύει ακόμη ένα διαχρονικό πρόβλημα: την περιορισμένη απορρόφηση κονδυλίων από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ). Ενδεικτικά, έως τον Μάιο του 2024, η Ελλάδα είχε απορροφήσει λιγότερο από το 10% των προγραμματισμένων ποσών. Οι ελληνικές αρχές αποδίδουν την καθυστέρηση αυτή, μεταξύ άλλων, στην υποστελέχωση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στις τεχνικές δυσκολίες των ψηφιακών πλατφορμών αλλά και στην περιορισμένη εξοικείωση των Δασικών Υπηρεσιών με τις διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων.
Παρά τα παραπάνω, διαπιστώνεται μια στροφή προς την πρόληψη, όπως αποτυπώνεται και στην κατανομή των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΜΑΑ): το 56% των διαθέσιμων κονδυλίων κατευθύνθηκε σε προληπτικά έργα, το 34% σε δράσεις ετοιμότητας και μόλις το 10% σε αποκαταστάσεις μετά από πυρκαγιές. Αν και αυτή η μετατόπιση θεωρείται θετική, τα αποτελέσματα των χρηματοδοτούμενων δράσεων παραμένουν ασαφή. Σύμφωνα με το ΕΕΣ, η παρακολούθηση των έργων είναι ανεπαρκής, ενώ η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους δεν είναι διασφαλισμένη.
Συγκεκριμένα, η έλλειψη παρακολούθησης, δηλαδή ουσιαστικής αξιολόγησης και συντήρησης των έργων μετά την ολοκλήρωση τους, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες παθογένειες του συστήματος. Για παράδειγμα, έργα όπως οι αντιπυρικές ζώνες ή η απομάκρυνση καύσιμης ύλης απαιτούν επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις ανά τριετία ή τετραετία, ανάλογα με τις συνθήκες, κάτι που σπανίως προβλέπεται ή υλοποιείται.
Επιπλέον, η ανταπόκριση στις προσκλήσεις για υποβολή προτάσεων αποκατάστασης και αναδάσωσης παραμένει περιορισμένη. Στην Ελλάδα, μόλις δύο έργα προχώρησαν, και αυτά έπειτα από επανειλημμένες παρατάσεις λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Αντίστοιχα προβλήματα εντοπίστηκαν και στην Ισπανία, όπου ορισμένες περιφέρειες κατεύθυναν πόρους χωρίς να αξιολογήσουν επαρκώς τον σχετικό κίνδυνο.
Το πλέον ανησυχητικό είναι πως, παρά την αύξηση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, με περίπου 1 δισ. ευρώ για κάθε μία από τις περιόδους 2014-2020 και 2021-2027, και επιπλέον 1,5 δισ. ευρώ από τον ΜΑΑ για την περίοδο 2020-2026– οι επιπτώσεις των πυρκαγιών βαίνουν διαρκώς αυξανόμενες. Μόνο το 2023, η Ελλάδα είδε έκταση υπερτριπλάσια του μέσου όρου της προηγούμενης 15ετίας να γίνεται στάχτη.
Η κατάσταση αυτή δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Σε όλη την Ε.Ε., σχεδόν 2 εκατομμύρια εκτάρια δασών αφανίστηκαν την τελευταία τετραετία, ενώ το μέγεθος των πυρκαγιών έχει τριπλασιαστεί σε σχέση με την περίοδο 2006-2010. Σε κάποιες περιπτώσεις, η ΕΕ χρηματοδότησε έργα σε περιοχές που δεν το απαιτούσαν, όπως μια έκταση στην Πορτογαλία που ήταν… κάτω από το νερό.
Όπως τονίζει το ΕΕΣ, η ενίσχυση της πρόληψης είναι επιτακτική, αλλά χωρίς την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, την επικαιροποίηση των δεδομένων και έναν μακρόπνοο σχεδιασμό, τα ευρωπαϊκά κονδύλια κινδυνεύουν να καταλήξουν «καπνός στον άνεμο».
Παρά τις σοβαρές ελλείψεις στον σχεδιασμό και την απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, η σταδιακή στροφή της Ελλάδας προς την πρόληψη δασικών πυρκαγιών, η αύξηση των διαθέσιμων πόρων και η αναθεώρηση των προτεραιοτήτων αποτελούν ελπιδοφόρα σημάδια αλλαγής. Με τη σωστή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών εργαλείων, την επικαιροποίηση των χαρτών κινδύνου και την ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας, η χώρα έχει σήμερα μια ιστορική ευκαιρία: να μετατρέψει την ευαλωτότητα των δασών της σε πρότυπο ανθεκτικότητας απέναντι στην κλιματική κρίση. Το μέλλον δεν έχει ακόμα καεί, αλλά απαιτεί δράση, σχεδιασμό και διαφάνεια.