Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και η εκρηκτική ζήτηση για εξειδικευμένα μικροτσίπ έχουν οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών ρύπων που σχετίζονται με την παραγωγή τους, σύμφωνα με νέα έκθεση της Greenpeace Ανατολικής Ασίας. Μόνο μέσα στο 2024, η παγκόσμια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για την κατασκευή chip τεχνητής νοημοσύνης άγγιξε τις 984 γιγαβατώρες, καταγράφοντας άνοδο κατά 351% σε σχέση με το 2023. Η αύξηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι αντίστοιχες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να υπερβούν τους 453.600 μετρικούς τόνους ισοδύναμου CO₂, έναντι 99.200 το προηγούμενο έτος.
Η παραγωγή των chip είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένη στην Ανατολική Ασία και συγκεκριμένα στην Ταϊβάν, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Η εταιρεία TSMC στην Ταϊβάν κατασκευάζει την πλειοψηφία των λογικών κυκλωμάτων (logic chips) που χρησιμοποιούνται από εταιρείες όπως η Nvidia και η AMD, ενώ οι SK hynix, Samsung και Micron κυριαρχούν στην παραγωγή μνημών HBM, οι οποίες είναι κρίσιμες για τις υπολογιστικές απαιτήσεις των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης. Ωστόσο, τα ηλεκτρικά δίκτυα αυτών των χωρών εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από ορυκτά καύσιμα. Το 83,1% της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ταϊβάν προέρχεται από ορυκτές πηγές, ποσοστό που ανέρχεται σε 68,6% στην Ιαπωνία και 58,5% στη Νότια Κορέα.
Σύμφωνα με την Greenpeace, ένα μόνο μεγάλο εργοστάσιο παραγωγής chip μπορεί να καταναλώνει έως και 100 μεγαβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας την ώρα. Η έκθεση εκτιμά ότι, εάν συνεχιστεί η σημερινή πορεία ανάπτυξης της βιομηχανίας, η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας για την παραγωγή chip τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να φτάσει τις 37.238 γιγαβατώρες έως το 2030 – ποσότητα μεγαλύτερη από τη συνολική τρέχουσα κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της Ιρλανδίας. Οι σχετικές εκπομπές θα μπορούσαν τότε να ανέλθουν σε 16,8 εκατομμύρια μετρικούς τόνους ισοδύναμου CO₂, χωρίς αποφασιστική στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η Greenpeace προειδοποιεί ότι η αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση από την παραγωγή chip χρησιμοποιείται ήδη από κυβερνήσεις και εταιρείες ως επιχείρημα για την κατασκευή νέων υποδομών βασισμένων σε φυσικό αέριο. Στη Νότια Κορέα, η κυβέρνηση ενέκρινε το 2024 την κατασκευή μονάδας συνδυασμένης παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας, ισχύος 1,05 γιγαβάτ, με καύσιμο υγροποιημένο φυσικό αέριο, για λογαριασμό της SK hynix. Επίσης, σχεδιάζει την προσθήκη επιπλέον 3 γιγαβάτ δυναμικότητας LNG για τη Samsung στο Εθνικό Συγκρότημα Ημιαγωγών. Στην Ταϊβάν, η Taiwan Power Company χρησιμοποιεί την αυξανόμενη ζήτηση των βιομηχανιών chip και τεχνητής νοημοσύνης ως λόγο για την επέκταση του λιμανιού Keelung και την προσθήκη μονάδων ηλεκτροπαραγωγής συνολικής ισχύος 5,2 γιγαβάτ. Παράλληλα, μεγάλοι βιομηχανικοί όμιλοι, όπως η Pegatron, προωθούν την πυρηνική ενέργεια ως λύση για την κάλυψη των αναγκών.
Στην Ταϊβάν, η κατανάλωση ενέργειας από την παραγωγή chip AI αυξήθηκε από 83,4 σε 375,8 γιγαβατώρες μέσα σε έναν χρόνο, αριθμός που αντιστοιχεί στη μέση ετήσια κατανάλωση περίπου 92.650 νοικοκυριών. Στη Νότια Κορέα η κατανάλωση διπλασιάστηκε φτάνοντας τις 315,2 γιγαβατώρες, ενώ στην Ιαπωνία έφτασε τις 292,6. Οι εκπομπές ακολούθησαν αντίστοιχη πορεία, με την Ταϊβάν να φτάνει τους 185.700 μετρικούς τόνους CO₂, τη Νότια Κορέα τους 135.900 και την Ιαπωνία τους 132.100.
Η Greenpeace επισημαίνει ότι οι τεχνολογικοί κολοσσοί που οδηγούν την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης – όπως οι Nvidia, AMD, Microsoft, Meta και Google – θα πρέπει να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην απαλλαγή της εφοδιαστικής τους αλυσίδας από τα ορυκτά καύσιμα. Η οργάνωση καλεί τις εταιρείες να επιτύχουν 100% χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή των chip έως το 2030, μέσα από στοχευμένες ενέργειες όπως η κατασκευή ιδιόκτητων ενεργειακών μονάδων, η υπογραφή μακροχρόνιων συμβάσεων προμήθειας ενέργειας και η απευθείας επένδυση σε αιολικά και φωτοβολταϊκά έργα.
Αν και κάποιες εταιρείες όπως η TSMC έχουν ανακοινώσει τη μετάβαση τους σε πιο βιώσιμες μορφές ενέργειας, η πρόοδος χαρακτηρίζεται από την Greenpeace ως αργή. Η TSMC δήλωσε πρόσφατα ότι δεσμεύεται σε χαμηλών εκπομπών παραγωγή και ότι το 2024 σημειώθηκε μείωση στις εκπομπές ανά μονάδα παραγωγής, ωστόσο η συνολική εικόνα εξακολουθεί να προκαλεί ανησυχία.