Η ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης για την έναρξη ερευνών φυσικού αερίου βορειοδυτικά της Κέρκυρας, με επικεφαλής την ExxonMobil και τη συνεργασία των ελληνικών εταιρειών Energean και HELLENiQ Energy, αποτελεί μια επιλογή με βαρύ συμβολισμό. Για πρώτη φορά μετά από τέσσερις δεκαετίες, η Ελλάδα ανοίγει και πάλι τα θαλάσσια σύνορά της στην εξορυκτική δραστηριότητα, την ώρα που ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών απευθύνει δραματική έκκληση προς όλες τις χώρες να σταματήσουν την έρευνα και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων.
Η συγκυρία δεν είναι τυχαία. Ενώ η Ευρώπη προσπαθεί να επιταχύνει την πράσινη μετάβαση, η Ουάσινγκτον επανατοποθετείται επιθετικά στον ενεργειακό χάρτη, επιδιώκοντας να ενισχύσει την παγκόσμια επιρροή της στον τομέα του φυσικού αερίου. Η παρουσία υψηλόβαθμων Αμερικανών αξιωματούχων στην τελετή υπογραφής στην Αθήνα όπως του Υπουργού Εσωτερικών Νταγκ Μπέργκαμ, του Υπουργού Ενέργειας Κρις Ράιτ και της νέας πρέσβειρας Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, υπογραμμίζει ακριβώς αυτό: το έργο δεν είναι απλώς μια επιχειρηματική συμφωνία, αλλά ένα εργαλείο γεωπολιτικής.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρουσιάζει τη συμφωνία ως ιστορική ευκαιρία: μια κίνηση που θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, θα μειώσει την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο και θα προσφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη. Ωστόσο, η επιλογή αυτή εγείρει ερωτήματα τόσο για την κατεύθυνση της εθνικής ενεργειακής στρατηγικής όσο και για τη συνέπειά της απέναντι στις δεσμεύσεις της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.
Το φυσικό αέριο, όσο κι αν παρουσιάζεται ως «καθαρότερο» καύσιμο, παραμένει ορυκτό και ρυπογόνο. Κάθε νέα γεώτρηση παρατείνει την εξάρτηση από έναν ενεργειακό κύκλο που ο κόσμος προσπαθεί σταδιακά να υπερβεί. Η εξόρυξη στο Ιόνιο, μάλιστα, προγραμματίζεται σε μια περιοχή εξαιρετικής περιβαλλοντικής σημασίας, όπου οι κίνδυνοι για το θαλάσσιο οικοσύστημα δεν είναι αμελητέοι. Η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει ότι ακόμη και η πιο προηγμένη τεχνολογία δεν μπορεί να εγγυηθεί την πλήρη αποφυγή περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Πέρα όμως από το οικολογικό ζήτημα, υπάρχει και η γεωπολιτική διάσταση. Η Ελλάδα, σε μια περίοδο έντονων ενεργειακών ανακατατάξεων, επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές πολιτικές και στη στρατηγική συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ερώτημα είναι αν αυτή η ισορροπία μπορεί να διατηρηθεί χωρίς να αλλοιωθεί η εθνική ενεργειακή αυτονομία. Όταν η χώρα συνδέει το μέλλον της με τα συμφέροντα μιας υπερδύναμης που παραδοσιακά υπερασπίζεται την πετρελαϊκή της βιομηχανία, ο κίνδυνος απώλειας πρωτοβουλιών είναι υπαρκτός.

Η συγκυρία, ωστόσο, αναδεικνύει και μια ευρύτερη αντίφαση: η Ελλάδα θέλει να αναδειχθεί σε κόμβο πράσινης ενέργειας στα Βαλκάνια και ταυτόχρονα να αναπτύξει εξορυκτική δραστηριότητα. Θέλει να πρωταγωνιστήσει στην κλιματική δράση, αλλά επιλέγει την ExxonMobil ως σύμμαχο. Οι αντιφάσεις αυτές δεν είναι μόνο συμβολικές· είναι ουσιαστικές και καθορίζουν τη θέση της χώρας στο διεθνές ενεργειακό μέλλον.
Η ελληνική στροφή προς τις γεωτρήσεις δεν είναι απαραίτητα λάθος, αλλά είναι επικίνδυνη αν γίνει χωρίς σαφές στρατηγικό όραμα.
Η ενεργειακή ασφάλεια είναι αδιαμφισβήτητη ανάγκη, όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί με μεθόδους που αντιστρατεύονται το παγκόσμιο ρεύμα της βιωσιμότητας. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καταστεί πυλώνας της πράσινης ενέργειας στην περιοχή, αξιοποιώντας τον ήλιο, τον άνεμο, τη γεωθερμία και τις νέες τεχνολογίες αποθήκευσης. Αντί αυτού, φαίνεται να επενδύει σε ένα μοντέλο που ανήκει στο παρελθόν, ένα μοντέλο που υπόσχεται άμεσο όφελος, αλλά ενέχει μακροπρόθεσμο κόστος.
Σε τελική ανάλυση, η ενεργειακή πολιτική μιας χώρας δεν αποτυπώνει μόνο τις οικονομικές της προτεραιότητες, αλλά και τις αξίες της. Η επιλογή της Ελλάδας θα κριθεί όχι μόνο από τα κοιτάσματα που θα εντοπιστούν, αλλά και από το κατά πόσο θα μπορέσει να παραμείνει συνεπής στη δέσμευσή της για ένα καθαρότερο, βιώσιμο μέλλον. Η πραγματική πρόοδος δεν βρίσκεται στα βάθη του Ιονίου, αλλά στην ικανότητά μας να σκεφτούμε διαφορετικά για την ενέργεια.
Η Ελλάδα μπορεί να γίνει πρωταγωνίστρια στην ενεργειακή μετάβαση, αρκεί να αποφασίσει ότι η εξόρυξη δεν είναι το μέλλον, αλλά η ύστατη υπενθύμιση του παρελθόντος που πρέπει να ξεπεράσουμε.

